πετσετάς

πετσετάς
ο, Ν [πετσέτα]
έμπορος που πουλάει πετσέτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετσετοθήκη — η, Ν 1. θήκη πετσέτας 2. σκεύος ή έπιπλο, στο οποίο τοποθετούνται οι πετσέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσέτα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”